Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πυκνότης

См. также в других словарях:

  • πυκνότης — closeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότησι — πυκνότης closeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότησιν — πυκνότης closeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητα — πυκνότης closeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητας — πυκνότης closeness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητες — πυκνότης closeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητι — πυκνότης closeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητος — πυκνότης closeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • θάμυρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αοιδός και μουσικός από τη Θράκη, γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης. Λέγεται ότι ήταν ο εφευρέτης του δωρικής μουσικής κλίμακας. Οι Μούσες, αφού νίκησαν τον Θ. σε έναν μουσικό αγώνα, τον τύφλωσαν και του στέρησαν …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»