-
1 πυκνοσπόρος
πυκνο-σπόρος, dicht säend; πυκνόσπορος, dicht gesäet, besäet -
2 πυκνο-σπόρος
πυκνο-σπόρος, dicht säend; – πυκνόσπορος, dicht gesäet, besäet, Theophr.
См. также в других словарях:
πυκνόσπορος — ον, Α ο πυκνά σπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + σπορος (< σπείρω), πρβλ. εὔ σπόρος] … Dictionary of Greek
πυκνόσπορα — πυκνόσπορος thick sown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοσπορώ — έω, Α [πυκνόσπορος] σπέρνω με πυκνό τρόπο … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek