Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πυκνόσπορος

См. также в других словарях:

  • πυκνόσπορος — ον, Α ο πυκνά σπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + σπορος (< σπείρω), πρβλ. εὔ σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • πυκνόσπορα — πυκνόσπορος thick sown neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοσπορώ — έω, Α [πυκνόσπορος] σπέρνω με πυκνό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»