-
1 πυκνωτικοίς
-
2 πυκνωτικοῖς
См. также в других словарях:
πυκνωτικοῖς — πυκνωτικός serving to close the pores masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πυκνωτικοίς
2 πυκνωτικοῖς
πυκνωτικοῖς — πυκνωτικός serving to close the pores masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)