Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυκι-

См. также в других словарях:

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • puk̂-2 —     puk̂ 2     English meaning: to enclose, put together     Deutsche Übersetzung: “zusammendrängen, eng umschließen”     Note: Root puk ̂ 2 : “to enclose, put together” derived from Root ku , kus (*kʷukʷh ) : “to kiss” common Celtic Greek… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …   Dictionary of Greek

  • αργινόεις — ἀργινόεις ( εντός), εσσα, εν (Α) ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ (σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. *αργινός < αργι *… …   Dictionary of Greek

  • πυκιμηδής — ές, και πυκιμήδης, ίμηδες, Α συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι (βλ. λ. πυκνός) + μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ μηδής] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • σμιλιγλύφος — ον, Α αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος. Το ι τοῦ α συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκι μηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον] …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»