-
1 πυκινως
1) плотно, крепко(σανίδες π. ἀραρυῖαι Hom.)
2) очень, весьмаπ. ἀκαχήμενος Hom. — глубоко огорченный
3) умно, остроумно(ὑποθέσθαι τινί Hom.)
-
2 πυκινα
-
3 πυκνως
См. также в других словарях:
πυκινώς — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) βλ. πυκνός … Dictionary of Greek
πυκινῶς — πυκινός adverbial πυκνός close adverbial (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… … Dictionary of Greek
πυκνώς — πυκνῶς ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινῶς Α επίρρ. βλ. πυκνός … Dictionary of Greek