-
1 πυέλιον
-
2 πυέλιον
πυέλιονneut nom /voc /acc sg -
3 πυέλιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυέλιον
-
4 πυελίου
πυέλιονneut gen sg
См. также в других словарях:
πυέλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυελίου — πυέλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλιο — το / πυέλιον, ΝΑ [πύελος] νεοελλ. μεγάλο και βαθύ κοχλιάριο για τήξη μολύβδου αρχ. μικρή σκάφη … Dictionary of Greek