-
1 πυγ-μαχία
πυγ-μαχία, ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.
-
2 πυγμαχία
πυγ-μαχία, ἡ, der Faustkampf
См. также в других словарях:
ραβδομαχία — η / ῥαβδομαχία, ΝΑ είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία νεοελλ. (γενικά) συμπλοκή με ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο μαχία, πυγ μαχία)] … Dictionary of Greek