-
1 πτήξας
πτήξᾱς, πτήσσωscare: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 πτήξασα
πτήξᾱσα, πτήσσωscare: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 πτήξασαι
πτήξᾱσαι, πτήσσωscare: aor part act fem nom /voc pl (attic epic ionic) -
4 πτήξασαν
πτήξᾱσαν, πτήσσωscare: aor part act fem acc sg (attic epic ionic) -
5 πτησσω
дор. πτάσσω (fut. πτήξω, aor. ἔπτηξα - дор. ἔπταξα, эп. πτῆξα; эп. part. pf. πεπτηώς)1) пугать, устрашать, приводить в трепет(θυμὸν Ἀχαιῶν Hom. - ср. 3)
2) со страху прятаться, укрываться, убегать(ἐν μυχοῖς πέτρας Eur.; εἰς ἕνα χῶρον Arph.)
πόλις πρὸς πόλιν ἔπτηξε Eur. — один город ищет убежища у другого;π. βωμόν и ὑπὸ βωμόν Eur. — искать убежища у алтаря3) пугаться, боятьсяπ. θυμόν (acc. relat.) Soph. — устрашиться (ср. 1);
πτῆξαι ἀπειλάς Aesch. — испугаться угроз4) садиться в засаду, залегать в засаде(εἰς ἐρημίαν ὁδοῦ Eur.)
ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες Hom. — залегши(е) в засаду -
6 πτήσσω
Aπτήξω AP 12.141
codd. (Mel.): [tense] aor. , etc., [dialect] Dor.ἔπταξα Pi.P. 4.57
, [dialect] Ep.πτῆξα Il.14.40
: [tense] aor. 2 ἔπτᾰκον in compd.καταπτακών A.Eu. 252
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualκαταπτήτην Il.8.136
: [tense] pf.ἔπτηχα Isoc.5.58
, ([etym.] κατ-) Lycurg.40, D.4.8; later ἔπτηκα ([etym.] κατ-) Them.Or.24.309b; [dialect] Ep.part. πεπτηώς, ῶτος (v.infr.11.2).I Causal, scare, alarm,πτῆξε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν Il.14.40
;ἐχθροὺς πτῆξαι Thgn.1015
.II intr., crouch or cower for fear, of animals, (anap.);πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 209
; [πῶλος] π. αἰσχύνῃσιν S.Fr.659.9
, cf. Ar.Av. 777; of human beings,ἔπταξαν ἀκίνητοι σιωπᾷ Pi.P.4.57
; ὑπὸ φόβῳ π. E.Ba. 1035 (lyr.);πτῆξαι ταπεινήν Id.Andr. 165
;π. θυμόν S.OC 1466
(lyr.); κακῶς πάσχων π. Pl.Smp. 184b;δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦντα ἐξυβρίσαι καὶ πταίσαντα.. πτῆξαι X.Cyr.3.1.26
; ἐκποδὼν π. Ar.Th.36: with Preps.,π. ἐν μυχοῖς πέτρας E.Cyc. 408
;εἰς ἕνα χῶρον Ar.Lys. 770
; πόλις πρὸς πόλιν π. E.Supp. 269;βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ' ὕπο Id.HF 974
: c. acc. loci, βωμὸν π. Id. Ion 1280.3 c. acc. rei, crouch for fear of.., (anap.);φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτούς X.Cyr.3.3.18
;ταῖς διανοίαις μὴ πτήξαντες τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον Lycurg.49
;δόρυ Lyc.280
, IG14.1296: abs.,ὁ λέων.. ὁρώμενος.. οὐδέποτε φεύγει οὐδὲ πτήσσει Arist. HA 629b13
.
См. также в других словарях:
πτήξας — πτήξᾱς , πτήσσω scare aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτήξασα — πτήξᾱσα , πτήσσω scare aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτήξασαι — πτήξᾱσαι , πτήσσω scare aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτήξασαν — πτήξᾱσαν , πτήσσω scare aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)