-
1 πτολεμος
-
2 αγριος
3 и 21) дикий(αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; ἔλαιον Soph.; τόπος Plat.)
μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτός Aesch. — вино из дикого винограда2) жестокий, свирепый, лютый, злой(ἀνήρ, πτόλεμος Hom.; δρακαίνης φύσις Eur.)
3) неукротимый, необузданный, грубый(θυμός Hom.; ἤθεα Her.; ὀργή Soph.; ἔρωτες Plat.)
4) мучительный, тяжелый(νόσος Soph.; τραύματα Eur.)
5) бурный, ужасный(νύξ Her.; χεῖμα Eur.)
-
3 αμφιδαιω
отовсюду воспламеняться Hes. -
4 επιτεινω
(fut. ἐπιτενῶ, ион. impf. iter. ἐπετείνεσκον)1) натягивать(τὰς χορδάς Plat.; τὰ τόξα καὴ τὰς λύρας Plut.)
2) напрягатьτὰ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὴ ἀνίεσθαι Plat. — сухожилия, способные напрягаться и ослабляться
3) растягивать, расстилать, распространятьἐπὴ νὺξ τέταται (pf. pass. in tmesi) βροτοῖσιν Hom. — (вечная) ночь раскинулась над смертными (киммерийцами);
ἐπὴ πτόλεμος τέτατό σφιν Hom. — сражение перемещалось вслед за ними4) настилать(ξύλα ἐπὴ τέν γέφυραν Her.)
5) терзать, мучить(ἐπιτείνεσθαι ὑπὸ νόσων Plat.)
6) усиливать, повышать, поднимать(ἡδονάς Plat.; τὰ τιμήματα Arst.; τέν φωνήν Arst., Plut.; τὸν φόρον Plut.)
7) побуждать, заставлять(τινὰ ποιεῖν τι Xen.)
8) (тж. ἐ. ἑαυτόν Plut.) стремиться, устремляться, метить(πρὸς τὸν σκοπόν Arst.; тж. pass., ἐπιταθῆναι εἰς ἀνδραγαθίαν Xen.)
ἐπιταθῆναι ταῖς εὐνοίαις Polyb. — стремиться показать (свою) благожелательность;ἐπιτεταμένοι τοῖς βιβλίοις Luc. — преданные книгам9) pass. обходиться или выдерживать, довольствоваться10) усиливаться(κίνησις ἐπιτείνει Arst.; ψῦχος ἐπέτεινε Plut.)
-
5 ευπτολεμος
-
6 μακροπτολεμος
-
7 μενεπτολεμος
-
8 πευκεδανος
-
9 πολεμος
эп. тж. πτόλεμος ὅ1) сражение, битва(πόλεμοί τε μάχαι τε Hom.)
2) войнаπόλεμον πολεμεῖν Xen. — вести войну;
ὅ τῶν βαρβάρων π. Thuc. — война против варваров3) спор, вражда(πρὸς ἀλλήλους π. Plat.)
4) кара, возмездие(ὅ π. θεῶν Xen.)
-
10 φυγοπτολεμος
См. также в других словарях:
πτόλεμος — ὁ, Α (επικ. τ.) βλ. πόλεμος … Dictionary of Greek
πτόλεμος — πόλεμος war masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυπτόλεμος — θρασυπτόλεμος, ον (Α) τολμηρός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ + πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος] … Dictionary of Greek
μακροπτόλεμος — μακροπτόλεμος, ον (Α) (κατά μεταφορά τού ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πτόλεμος (πρβλ. λιπο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] … Dictionary of Greek
μενεπτόλεμος — μενεπτόλεμος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερε πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
φερεπτόλεμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» πολεμικά πλοία, Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε πτόλεμος, φυγο… … Dictionary of Greek
pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… … Wikipedia
Неоптолем — (Neoptolemus, Νεοπτόλεμος). Сын Ахиллеса и Дейдамии, называемый также Пирром, т. е. “Белокурым”. Неоптолем сражался под Троей и был одним из героев, спрятавшихся в деревянном коне. Он убил Приама и дочь его Поликсену. При разделе добычи ему… … Энциклопедия мифологии
Neoptolemvs — NEOPTOLĔMVS, i, Gr. Νεοπτόλεμος, ου, ein Beynamen des Pyrrhus, des Sohns des Achilles. Hygin. Fab. 97. & Apollod. l. III. c. 12. §. 8. Er heißt von νέος, neu, und πτόλεμος für πόλεμος, der Krieg, so viel als ein neuer oder junger Soldat; und er… … Gründliches mythologisches Lexikon