-
1 πτάκα
Grammatical information: Acc. sg. f.Meaning: `hare' (A. Ag. 137 [lyr.]).Other forms: nom. (*πτάξ) unattested.Derivatives: πτάκ-ις, - ιδος f. `id.' ( Com. Adesp. 1127), - ισμός m. `shyness' (ibd. 1128: *πτακίζω), - άδις adv. `shy' (Theognost.); πτακωρεῖν πτήσσειν, δεδοικέναι H. (after ὀλιγωρεῖν, τιμωρεῖν a.o.).Etymology: Root noun of πτᾰκεῖν; s. πτήσσω and πτώξ (orig. πτώξ, gen. πτᾰκ-ός with ablaut ω: ᾰ, to which secondarily acc. πτάκ-α?; s. Kretschmer Glotta 4, 336).Page in Frisk: 2,610Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πτάκα
-
2 πτάκα
πτάξmasc acc sg -
3 πτώξ
πτώξ, - κόςGrammatical information: m.Meaning: `hare' (P 676, Thphr., Theoc.), attribut. to λαγωός (Χ 310, Babr.), of Orestes seeking refuge (A. Eu. 326), of a coward (Lyc. 944).Derivatives: πτωκάς, - άδος f. adjunct of αἴθυιαι (Hom. Epigr.), of κύπειρος (Simm.), as subst. referring to birds (S. Ph. 1093).Etymology: Prop. "who ducks away, the shy" as nom. agentis beside πτώσσω, πτήσσω; this meaning still filters through in πτωκάς and is also for πτώξ now and then (e.g. Χ 310) possible. To a broader use of πτώξ point also the many explanations in H.: πτῶκες δειλοί, λαγωοί, δορκάδες, ἔλαφοι, νεβροί. -- S. πτήσσω; cf. also πτάκα and πτωχός.Page in Frisk: 2,618Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πτώξ
См. также в других словарях:
πτάκα — πτάξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
πτακάδις — Α επίρρ. με φόβο, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις)] … Dictionary of Greek
πτακισμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + ισμός μέσω αμάρτυρου ρ. *πτακ ίζω] … Dictionary of Greek
πτακωρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «πτήσσω, πτώσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) κατά τα τιμωρῶ, ὀλιγωρῶ] … Dictionary of Greek