-
1 πτώσεις
πτώ̱σεις, πτῶσιςfalling: fem nom /voc pl (attic epic)πτώ̱σεις, πτῶσιςfalling: fem nom /acc pl (attic) -
2 κλιτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιτέον
-
3 κλῆσις
3 invitation to a feast, Id.Smp.1.7;εἰς τὸ πρυτανεῖον D.19.32
;κλήσεις δείπνων Plu.Per.7
, cf. Parmenisc. ap. Ath. 4.156d.II name, appellation, Pl.Plt. 262d, 287e, Dsc.1.42;τοὺς θεοὺς εἶναι κ. ἱεράς Cleanth.Stoic.1.123
;Φιλησίη τὴν κ.
by name,IG
14.2067; reputation, Phld.Rh.2.46 S.III Gramm., αἱ κ. τῶν ὀνομάτων the nominatives, opp. αἱ πτώσεις (the oblique cases), Arist.APr. 48b41; ἔχειν θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν the nominative form of.., Id.SE 173b40, cf. 182a18.------------------------------------ -
4 μεταλλακτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλακτέον
-
5 παράγω
A- ξω Phld.Rh.1.19
S.: [tense] pf.παραγέωχα PTeb.5.198
(ii B. C.),παραγείοχα Stud.Pal.22.3
(ii A. D.):— lead by or past a place, c. acc. loci, Hdt.4.158, cf. 9.47; πάραγε πτέρυγας fly past, E. Ion 166 (lyr.);π. θριάμβους App.Mith. 117
, cf. BC2.101; of a person,ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Plu.Caes.55
.2 in Tactics, march the men up from the side, bring them from column into line,π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους.. εἰς μέτωπον X.HG7.5.22
, cf. Cyr.2.3.21, An.4.6.6; τὰς [τάξεις] εἰς τὰ πλάγια ib.3.4.14; ἔξωθεν τῶν κεράτων ib.3.4.21.3 bring round or forward,ἀγκῶνα παρὰ τὸ στῆθος Hp.Art.2
, cf. 74; twist round or out of place, Alex.Aphr.in Sens.16.19.4 π. ὑπόχυμα couch a cataract, Gal.Thras.23.II lead aside from the way, mislead,ἔννυχοι πάραγον κοῖται Pi.P.11.25
;σοφία παράγοισα μύθοις Id.N.7.23
;π. τινὰεἰς ἀρκύστατα A.Pers.99
codd. (lyr.);π. ψεύδεσι Pl.R. 383a
;φενακίζειν καὶ π. D.22.34
, cf. PMagd.12.7 (iii B. C.), PCair.Zen.289.20 (iii B. C.):—[voice] Pass.,φόβῳ παρηγόμην S.OT 974
;λόγοις παράγεσθαι Th.1.91
; ἀπάτῃ π. ὑπό τινων ib.34;νέοις παραχθείς E.Supp. 232
.2 divert from one's course, influence,Μοίρας Hdt.1.91
: c. acc. pers. et gen. rei, divert from, [τινὰ] τοῦ τῆς ῥητορικῆς τέλους Phld.l.c.; induce, lead to or into a thing, : mostly in bad sense, π. ἐς ἀμπλακίην, ἐς ἀναιδείην, Thgn.404, Archil.78:—[voice] Pass., to be influenced, persuaded, , cf. Lg. 885b, Th.2.64;λόγῳ παραχθέντες X.Mem.4.8.5
: c. inf., .3 of things, lead aside: hence, wrest, π. τοὺς νόμους ἐπί τι pervert the laws to this end, Pl.R. 550d, cf. Is.11.36;οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Lycurg.92
;π. τὴν ἀλήθειαν Philostr.Ep.35
:—[voice] Pass., τὰ γράμματα παρῆκται, from age, Paus.6.19.5.5 change slightly, of letters in the derivation of words, Pl.Cra. 398c, 398d, 400c, Plu.2.354c: freq. in Gramm. in [voice] Pass., to be derived, ἀπό .. Demetr.Lac.Herc.1014.58, D.T.641.4, A.D.Pron.34.25; ἐκ .. Id.Synt.111.2; παρά c. acc., Id.Adv.146.10: c. gen., τὸ μελιτηρὸν τοῦ τηρεῖν [παραχθέν] Id.Pron.30.17: generally, to be formed,διὰ τοῦ θεν Id.Adv.184.12
;τὴν κτητικὴν διὰ τῆς οι π. Id.Pron.109.6
; to be inflected, ἀντωνυμίαι ὡς ὀνόματα εἰς τὰ γένη καὶ τὰς πτώσεις π. ib.111.2, cf. Synt.110.8; ὁ ἀνδριὰς οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος is called by a modification, Arist.Metaph. 1033a17.III bring and set beside others, bring forward, introduce,ἐς μέσον Hdt.3.129
;εἰς τὸ μέσον Pl. Lg. 713b
; ; π. εἰς τὸν δῆμον bring before the people, Lys.13.32, cf. Th.5.45; εἰς τὸ δικαστήριον before the court, D.26.17;παραχθῆναι τὴν γραφήν Antipho 2.3.6
; also, bring forward as a witness, etc.,τὸν ἥκοντα παρήγαγον D.18.170
:—[voice] Med.,μάρτυρα παραγόμενος Pl.Lg. 836c
.b introduce on the stage, bring in, Ath. 3.117d, 6.230b, al., D.L.2.28, prob. in Anon. de Com.(CGF p.7);οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Arist.EE 1230b19
: hence, represent, portray,τοξότας αὐτοὺς παρήγαγον Corn.ND32
, cf. 14 ([voice] Pass.).c produce, deliver,ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν PTeb.5.198
(ii B. C.), cf. 92.8 (ii B. C., [voice] Pass.).2 bring in, with a notion of secrecy,ἄνδρας π. ἔσω Hdt.5.20
:—[voice] Pass., come in stealthily, slip in,π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας S.El. 1391
(lyr.); of things,τὸ ὕδωρ ὀρύγμασι καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Plu.Cam.4
.IV carry on, protract,τὴν πρᾶξιν D.S.18.65
; π. τὸν χρόνον pass it, Plu. Agis13, etc.; v. infr. B. III.VI produce, create, Plot.6.8.20, etc.; τὸ παράγον, opp. τὸ παραγόμενον, Procl.Inst.7, cf. Dam.Pr.32, etc.:—[voice] Pass.,ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα παράγεται Iamb.Myst.3.22
, cf. Gp.9.1.1.B intr., pass by, pass on one's way, X.Cyr.5.4.44, Euphro 10.15, Plb.5.18.4, etc.; ([place name] Phanagoria): also c. acc., pass by,μνήματα Lyr.Alex.Adesp.37.25
;κώμην PTeb.17.4
(ii B. C.).II pass along the coast, Plb.4.44.3; simply, go,εἴσω πάραγε Men.Epit. 188
, cf. 194, Sam.80, Pk. 275. -
6 προσίστημι
II mostly [voice] Pass. προσίσταμαι, with intr. tenses of [voice] Act., stand near to or by, τινι Hdt.1.129.5.51; (lyr.), cf.Ar.Ach. 683: also c. acc., with a notion of approaching,βωμὸν προσέστην A.Pers. 203
: with a Prep.,π. πρὸς τῷ δικαστηρίῳ Aeschin.1.117
: c. dat., : abs.,π. ἀκουσόμενος X.Cyr.6.2.13
, cf. E.IA23(anap.), Pl.Ly. 207b, Men.Pk.61; adhere, c. dat., Archig. ap. Paul.Aeg.4.7.2 occur, come on, of attacks of pain, etc., ᾗ ἂν ὀδύνη π. Hp.Morb.2.56, cf. Epid.7.96: metaph., ; προσίσταταί μοι it comes into my head, occurs to me,ὅ σοι προσέστη Pl.Smp. 175d
, cf. Tht. 173d: c.acc.,ὡς δὲ ἄρα μιν προσστῆναι τοῦτο Hdt.1.86
.3 set oneself against, encounter, π. ὥσπερ ἀθληταὶ πρὸς τοῦτον τὸν λόγον v.l. for περιιστ- in Pl.Phlb. 41b.b more freq. c. dat., offend, give offence to,τοῖς ἀκούουσιν D.60.14
; προσίστανται ὑμῖν αἱ τοιαῦται εἰσαγγελίαι you are sick of them, Hyp.Eux.1, cf. Epicur.Ep.3p.61U.; [ πτώσεις] μηκυνόμεναι π. ταῖς ἀκοαῖς offend the ear, D.H.Comp.12, cf. Isoc.2;τοῖς ἀκούουσιν Id.1.8
; ἐπαινοῦντες πολλάκις π. Plu.2.629f;π. σοι τὰ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ M.Ant.6.46
; of food, go against the stomach, Pl. Com.95, Plu.2.655f (in Hp.Mul.1.11 ὄχλος π. αὐτῇσι (sc. τῇσι γυναιξί) shd. be read).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσίστημι
-
7 πτῶσις
A falling, fall, , cf. Chrysipp.Stoic.2.282 (pl.); , Plu.2.1005b (pl.);Φαέθοντος Plb.2.16.13
: metaph., π. τῆς ψυχῆς, opp. ἔπαρσις, Zeno Stoic.1.51 (pl.): abs., calamity,ἐν καιρῷ πτώσεως LXX Si.3.31
, cf. Ex.30.12;πτώσεις ἀνθρώπων Orph.Fr. 251
, al.; death, Lyd.Ost.12, 14,20.II Gramm., mode or modification of a word, Arist.Po. 1457a18, al.; applied to cases, including nom., ib.20, Int. 16b1: to genders, Id.SE 173b27: to [comp] Sup. of Adjs., Id.Top. 136b30: to Advbs., ib.15, Rh. 1397a20: to Adjs. derived fr. nouns, e.g. χαλκοῦς, ib. 1410a32: to tenses (exc. the [tense] pres.), Id.Int. 16b17: so by the Stoics to variety of flexion, Stoic.3.263, but most freq. to cases of the Noun, περὶ τῶν πέντε π., title of work by Chrysipp., cf. D.T.634.16, etc.; κατὰ μίαν πτῶσιν indeclinable, A.D.Adv.165.10.III in the Logic of Arist., mood of syllogisms, APr. 42b30. -
8 ἀγχίστροφος
ἀγχί-στροφος, ον,2 quick-changing, changeable,ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13
; ἀ. μεταβολή sudden change, Th.2.53;ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. D.H.4.23
:—Rhet., τὸ ἀ. rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv.- φως Longin.22.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχίστροφος
См. также в других словарях:
πτώσεις — πτώ̱σεις , πτῶσις falling fem nom/voc pl (attic epic) πτώ̱σεις , πτῶσις falling fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
περιττοσύλλαβος — η, ο / περιττοσύλλαβος, ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, ον, ΜΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά τής Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις τού ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις … Dictionary of Greek
TALORUM Lusus — in cenis Veter. frequens. Sueron. Aug. c. 71. Inter cenam lusimus γεραντικῶς talis enim iactatis, ut quisque canem aut senionem miserat, in singulos talos singulos denarios in medium conferebat, quos tollebat universos, qui venerem iecerat. Hinc… … Hofmann J. Lexicon universale
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek