-
1 πτύσας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πτύσας
-
2 πτυω
1) плевать, сплевывать Her., Xen. etc.; выплевывать(αἷμα Hom.)
εἰς τὸν κόλπον π. Theocr., Luc. или ὑπὸ κόλπον π. Anth. — сплевывать себе на грудь ( чтобы избежать последствий дурной приметы)2) извергать, выбрасывать(τι Anth.)
3) отвергать с презрением
См. также в других словарях:
πτύσας — πτύσᾱς , πτύω spit out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) πτύω spit out aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek