-
1 πτόρθος
πτόρθος, ὁ, Trieb, Schößling, junger Zweig, Ast; ἐκ πυκινῆς δ' ὕλης πτόρϑον κλάσε, Od. 6, 128; τροφαῖσιν ὥς τις πτόρϑος ηὐξόμην, Eur. Hec. 20; πτόρϑοισι δάφνης, Ion 103; μαλάχης, Ar. Plut. 544, ἐπὶ τοὺς πτόρϑους καὶ τοὺς νέους κλῶνας, Plat. Prot. 334 b; Folgde; ἁπαλός, Pol. 7, 1, 3.
-
2 πτόρθος
πτόρθος, ὁ, Trieb, Schößling, junger Zweig -
3 πολύ-πτορθος
πολύ-πτορθος, von oder mit vielen Sprößlingen, Nonn. Io. 15, 11.
-
4 τανύ-πτορθος
τανύ-πτορθος, mit lang ausgestreckten Aesten, Nonn. D. 14, 132.
-
5 φιλό-πτορθος
φιλό-πτορθος, junge Sprossen, Schößlinge liebend, Beiw. der Biene, Nonn. D. 13, 261.
-
6 εὔ-πτορθος
εὔ-πτορθος, schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 ( Plan. 96).
-
7 μελί-πτορθος
μελί-πτορθος, honigsprossend, Lob. Phryn. 668.
-
8 πτορθεῖον
πτορθεῖον, τό, = πτόρϑος, Nic. Al. 267.
-
9 εὔπτορθος
εὔ-πτορθος, schönzweigig, κέρατα, Geweih -
10 μελίπτορθος
-
11 πολύπτορθος
-
12 τανύπτορθος
-
13 φιλόπτορθος
φιλό-πτορθος, junge Sprossen, Schößlinge liebend, Beiw. der Biene
См. также в других словарях:
πτόρθος — young branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… … Dictionary of Greek
πτόρθοι — πτόρθος young branch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοιο — πτόρθος young branch masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοις — πτόρθος young branch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοισι — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθοισιν — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθον — πτόρθος young branch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθου — πτόρθος young branch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθους — πτόρθος young branch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόρθων — πτόρθος young branch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)