-
1 πτοή
πτοέωterrify: pres subj mp 2nd sgπτοέωterrify: pres ind mp 2nd sgπτοέωterrify: pres subj act 3rd sg -
2 πτοῇ
πτοέωterrify: pres subj mp 2nd sgπτοέωterrify: pres ind mp 2nd sgπτοέωterrify: pres subj act 3rd sg -
3 πτόη
-
4 πτόη
πτοέωterrify: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)πτοέωterrify: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
5 πτοή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 1 Mc 3,25; 3 Mc 6,17fear, terror; neol. -
6 устрашение
-я ουδ.εκφόβιση, -μός, πτόη-ση, σκιάξιμο. -
7 πτοία
πτοίᾱ, [dialect] Ep. [full] πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al. 212: rarely [full] πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and [full] πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: ([etym.] πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6.II excitement,πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51
, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr. 458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.
См. также в других словарях:
πτόη — ἡ, Α βλ. πτοία … Dictionary of Greek
πτοῇ — πτοέω terrify pres subj mp 2nd sg πτοέω terrify pres ind mp 2nd sg πτοέω terrify pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόη — πτοέω terrify pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πτοέω terrify imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοία — και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [πτοῶ / πτοιῶ] 1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ. β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.) 2.… … Dictionary of Greek