Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πτόη

См. также в других словарях:

  • πτόη — ἡ, Α βλ. πτοία …   Dictionary of Greek

  • πτοῇ — πτοέω terrify pres subj mp 2nd sg πτοέω terrify pres ind mp 2nd sg πτοέω terrify pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόη — πτοέω terrify pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πτοέω terrify imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοία — και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [πτοῶ / πτοιῶ] 1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ. β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»