-
1 πτωχοτροφείω
-
2 πτωχοτροφείῳ
См. также в других словарях:
πτωχοτροφείῳ — πτωχοτροφεῖον poorhouse neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυπάγω — ΜΑ υποτάσσω, καθιστώ κάποιον υποχείριο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο μσν. παθ. συνυπάγομαι μετατρέπομαι σε κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἔκτοτε ᾖ τὸ μοναστήριον τῷ πτωχοτροφείῳ... συνυπαγόμενον», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. αποσύρω ή απομακρύνω κάτι… … Dictionary of Greek