-
1 πτωχαίνω
(αόρ. επτώχυνα) 1. μετ.1) делать бедным; 2) обеднять; 3) делать скудным; 2. αμετ. 1) становиться бедным, беднеть; 2) скудеть; 3) обанкротиться -
2 πτωχεύω
αμετ. см. πτωχαίνω
См. также в других словарях:
πτωχαίνω — Ν βλ. φτωχαίνω … Dictionary of Greek
πτωχαίνω — βλ. φτωχαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχαίνω — και πτωχαίνω Ν [φτωχός / πτωχός] 1. γίνομαι φτωχός ή φτωχότερος, πτωχεύω 2. (μτβ.) μτφ. καθιστώ κάτι ή κάποιον φτωχό, περιορίζω τα μέσα και τις ικανότητες του («φτωχαίνω τη γλώσσα») … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek