Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πτωχή

См. также в других словарях:

  • πτωχῇ — πτωχός beggar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχή — πτωχός beggar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχῆι — πτωχῇ , πτωχός beggar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

  • Leptón griego — Moneda de cinco leptones (o leptá) de dracma de 1869. Leptón o leptó (griego antiguo y kazarévusa …   Wikipedia Español

  • πτωχοεπισκοπή — ἡ, Μ πτωχή επισκοπή, επισκοπή χωρίς επαρκείς πόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + ἐπισκοπή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»