1 πτυΐδιον
πτυΐδιον, τό, dim. von πτύον, Schol. Ar. Av. 1148.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πτυΐδιον
πτυίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυΐδιον — τὸ, Α φτυαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. πυργ ίδιον)] … Dictionary of Greek