Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πτυελίζω

См. также в других словарях:

  • πτυελίζω — Α βλ. πτυαλίζω …   Dictionary of Greek

  • πτυελίζοντα — πτυελίζω salivate pres part act neut nom/voc/acc pl πτυελίζω salivate pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυελίζουσι — πτυελίζω salivate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτυελίζω salivate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυελίζειν — πτυελίζω salivate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυαλίζω — και πτυελίζω Α [πτύαλον/ πτύελον] αποχρέμπτομαι …   Dictionary of Greek

  • πτυαλισμός — και πτυελισμός, ο, ΝΜΑ [πτυαλίζω / πτυελίζω] η σιαλόρροια …   Dictionary of Greek

  • πτυελίστρα — η, Ν μικρό φορητό πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυελίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»