-
1 πτυελίζω
-
2 πτυαλίζω
См. также в других словарях:
πτυελίζω — Α βλ. πτυαλίζω … Dictionary of Greek
πτυελίζοντα — πτυελίζω salivate pres part act neut nom/voc/acc pl πτυελίζω salivate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυελίζουσι — πτυελίζω salivate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτυελίζω salivate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυελίζειν — πτυελίζω salivate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυαλίζω — και πτυελίζω Α [πτύαλον/ πτύελον] αποχρέμπτομαι … Dictionary of Greek
πτυαλισμός — και πτυελισμός, ο, ΝΜΑ [πτυαλίζω / πτυελίζω] η σιαλόρροια … Dictionary of Greek
πτυελίστρα — η, Ν μικρό φορητό πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυελίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek