Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πτυάς

См. также в других словарях:

  • πτυάς — spitter fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυάς — άδος, ἡ, Α δηλητηριώδες φίδι που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το δηλητήριο εναντίον τού στόχου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ισχ άς, μαιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • πτυάδες — πτυάς spitter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυάδος — πτυάς spitter fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»