-
1 πτολιέθρω
-
2 πτολιέθρῳ
См. также в других словарях:
πτολιέθρῳ — πτολίεθρον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πτολιέθρω
2 πτολιέθρῳ
πτολιέθρῳ — πτολίεθρον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)