-
1 πτερωνυμος
См. также в других словарях:
σακκώνυμος — ον, Α αυτός τού οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πτερ ώνυμος] … Dictionary of Greek
1 πτερωνυμος
σακκώνυμος — ον, Α αυτός τού οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πτερ ώνυμος] … Dictionary of Greek