-
1 πτερόεις
πτερόεις, εσσα, εν, befiedert, geflügelt; im eigtl. Sinne, ἰοί, ὀϊστοί, Il. 16, 773. 5, 171, weil sie am obern Ende gefiedert waren; auch λαισήϊα, 5, 453. 12, 426, leichte; sehr oft ἔπεα πτερόεντα, die beflügelten, schnell von den Lippen eilenden Worte, Hom. u. Hes.; πέδιλα, Hes. Sc. 220; Πάγασος, Pind. I. 6, 44; πτερόεντι τροχῷ, P. 2, 22; αἰετός, P. 2, 50; ὀϊστός, Ol. 9, 12; auch ὑμνος, I. 4, 63; κνώδαλα πτεροῠντα, Aesch. Suppl. 978; πτερόεσσα κόρα, die Sphinx, Soph. O. R. 508; vgl. Eur. Phoen. 1049; auch φυγὴ πτερόεσσα, die eilige Flucht, Ion 1238; κεραυνός, Ar. Av. 576; sp. D., ϑυμὸς πτερόεις ἰάνϑη, Ap. Rh. 4, 23.
-
2 πτερόεις
πτερόεις, εσσα, εν, befiedert, geflügelt; im eigtl. Sinne, ἰοί, ὀϊστοί, weil sie am obern Ende gefiedert waren; auch λαισήϊα, leichte; sehr oft ἔπεα πτερόεντα, die beflügelten, schnell von den Lippen eilenden Worte; πτερόεσσα κόρα, die Sphinx; auch φυγὴ πτερόεσσα, die eilige Flucht -
3 ιός
ιός, ὁ (ἵημι?), 1) das Geworfene, Geschoffene, der Pfeil; ἰὸν ἕηκε Il. 1, 48; βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ 8, 514; χαλκήρης Od. 1, 262, ταχύς, πτερόεις u. ä., mit einem heterogenen plur. ἰά, Il. 20, 68; βαλὼν ἰῷ ἀπὸ νευρῆς Hes. Sc. 409; Tragg., Aesch. Pers. 453 Soph. Phil. 166 Eur. I. T. 1378. – 2) das Gift, das die giftigen Thiere von sich geben; ἐχίδνης Soph. Tr. 768; δρακόντων Eur. Ion 1015 u. A.; übertr., δύςφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προςήμενος Aesch. Ag. 808; ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 478; τοῦτο τὸ ψεῦδος ἰὸν ἔχει, νέμεται τὴν ψυχήν Plut. de superstit. 1. – Pind. nennt Ol. 6, 47 den Honig ἀμεμφὴς ἰὸς μελισσᾶν. – 3) der Rost (den Metalle ausschwitzen); an Eisen, Theogn. 451 Plat. Tim. 59 c Rep. X, 609 a; an Kupfer, Grünspan, Theophr. u. Sp.
-
4 βου-κόλος
βου-κόλος ( colo; vgl. δύσκολος u. κόλαξ; nach Athen. 6, 262 a von κόλον = τροφή), ὁ, Rinderhirt; Hom. z. B. Iliad. 13, 571 βουκόλοι ἄνδρες, 15, 587 κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσιν, Odyss. 11, 293 βουκόλοι ἀγροιῶται, 21, 83 βουκόλος; – Folgende; übh. Hirt von größerem Vieh, z. B. ἵππων Ael.; adj., β. δοῦλος Plat. Ion 540 c. – Aesch. Suppl. 552 ist πτερόεις β. eine die Kuh stechende, treibende Bremse. Bei den Gramm. heißt so Theocr., der bukolische Dichter.
-
5 ὀϊστός
ὀϊστός, ὁ, att. οἰστός, eigtl. der Getragene, Geworfene, der Pfeil; ἐν δ' ἔπεσε ζωστῆρι πικρὸς ὀϊστός, Il. 4, 134. 217; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν, ϑῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 323, τανυγλώχιν, 297; χαλκήρης, mit eherner Spitze, 13, 560; ἆλτο δ' ὀϊστὸς ὀξυβελής, 4, 125, wie ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ ϑρῶσκον, 15, 313; πτερόεις, gefiedert, 5, 171, wie Pind. Ol. 9, 13, wo das Lied so heißt, nach einer dem Dichter geläufigen Uebertragung, vgl. ἐκ φρενὸς εὐκλέας ὀϊστοὺς ἱέντες, d. i. mit dem Liede lobend, 2, 99; ἄφυκτον ὀϊστόν, Eur. Med. 635; Herc. Fur. 196; sp. D., wie Anacr. 12, 13; auch in Prosa, ἐν δεξιᾷ οἰστὸν προςαγόμενος μόνον, Plat. Legg. VII, 795 a. Bei Xen. An. 2, 1, 6 steht ὀϊστός. – Zeno bei Arist. phys. 6, 9 auch ἡ φερομένη ὀϊστός.
-
6 ἐφ-ίπταμαι
ἐφ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), hinan-, darauflosfliegen; εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160; πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλους Mosch. 1, 16; in später Prosa, ὥστε μηδὲν ὄρνεον ἐφίπτασϑαι σαρκοφάγον Plut. Cleom. 39.
-
7 βουκόλος
βου-κόλος, Rinderhirt; übh. Hirt von größerem Vieh; πτερόεις β. eine die Kuh stechende, treibende Bremse. Bei den Gramm. heißt so Theocr., der bukolische Dichter -
8 ὀϊστός
См. также в других словарях:
πτερόεις — feathered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεις — εσσα, εν, ΝΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός 2. φρ. «έπεα πτερόεντα» μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις ζωολ. γένος φανταχτερών… … Dictionary of Greek
πτερόεντα — πτερόεις feathered neut nom/voc/acc pl πτερόεις feathered masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροέντων — πτερόεις feathered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροέσσαις — πτερόεις feathered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροῦσσαν — πτερόεις feathered fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντας — πτερόεις feathered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντες — πτερόεις feathered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντι — πτερόεις feathered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντος — πτερόεις feathered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)