-
1 πτερύγισμα
πτερύγισμα, τό, s. πτέρισμα.
-
2 πτέρισμα
πτέρισμα, τό, Flügelschwingen, Longin. frg. 3, 5, mit der v. l. πτέρυσμα od. πτερύγισμα.
См. также в других словарях:
πτερύγισμα — το, ΝΜΑ [πτερυγίζω] η κίνηση των φτερών κατά την πτήση, το φτερούγισμα … Dictionary of Greek
πτερυγίσματα — πτερύγισμα flapping of the wings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)