Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πτερόεις

  • 41 τοι

    τοι particle, normally in second position, often hard to differentiate from the pronoun: it implies that the point of a statement should be familiar to the listener.
    1 in princ. cl.,
    a emphasising a positive statement, esp. the point of a myth or narrative.

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24

    ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι P. 5.6

    σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν P. 6.19

    ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11

    βοαθοῶν τοι παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν I. 7.44

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
    b in emphatic positive statement, following impv.

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος· Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι. μέγα τοι κλέος

    αἰεί, ᾧτινι O. 8.10

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    (cf. N. 7.77)

    Ζεῦ πάτερ, ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν. ἐντί τοι φίλιπποί τ αὐτόθι N. 9.32

    καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ· ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει N. 10.22

    (cf. N. 10.82)

    εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς· ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I. 1.6

    c in emphatic neg. statement, esp. following impv.

    πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν· οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    στάσομαι· οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής N. 5.16

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδε ὕμνους· ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών· οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.56

    οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    d in proverb, maxim.

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

    Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.72

    καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72

    λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἄνδρων φίλων P. 5.122

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    e affirmative, answering quest.

    ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ; ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ O. 2.90

    τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι· τρέω τοι πόλεμον Pae. 4.40

    f in wish,

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69

    g in apodosis,

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.65

    2 in subord. rel. cl. κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον ( ἅν τοι Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57 ( Πιτάναν)

    ἅ τοι λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1.
    3 combined with other particles,
    a

    δέ τοι, ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.79

    esp. in maxims,

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.59

    ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12

    δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    dub., † ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός ( δὲ τειχέων coni. Boeckh) fr. 185. [ μάλα δέ τοι (codd.: οἱ Boeckh) O. 10.87]
    b

    ἀλλά τοι, ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37

    , cf. N. 10.82
    d γάρ τοι, P. 3.85, N. 8.17, cf.

    ἐπεί τοι I. 2.46

    e ἦ τοι, ἤ τοι, v. ἤτοι.

    Lexicon to Pindar > τοι

  • 42 κεραυνός

    A thunderbolt,

    νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κ. Od.23.330

    ; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒκ. 14.305;

    Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12.416

    ; esp. as weapon of Zeus, Hes. Th. 854, etc.; forged by the Cyclopes, ib. 141;

    τὸν κ. τοῦ Διός Ar.Av. 1538

    ;

    καταιβάτης A.Pr. 361

    ; πυρωπός ib. 668;

    ὁ πυρφόρος κ. Id.Th. 445

    ;

    κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα Id.Pr. 922

    ;

    κ. ἀργής Ar.Av. 1747

    (anap.); πτερόεις ib. 576;

    κεραυνοῦ βέλος A.Th. 453

    (lyr.), S.Tr. 1088;

    ὁ κ. λάμπων πυρί Ar.Nu. 395

    ;

    κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος Id.Av. 1714

    ; κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς .., X.HG4.7.7, Plu.Lyc.31: pl., κεραυνοί thunderbolts, Hes.Th. 690, Hdt.8.37, Epicur.Ep.2p.46U.; ποῦ ποτε κεραυνοὶ Διός; S.El. 823 (lyr.), cf. Ar.Pl. 125;

    τὰ τῶν κ. πτώματα Pl.Ti. 80c

    ; defined as ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς, i.e. thunder and lightning, Zeno Stoic.1.34.
    II metaph., κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν, of Pericles, Com.Adesp.10; τύπτειν κεραυνός a thunderbolt for striking, Antiph.195.4; Κεραυνός, as a name of great soldiers, Plu.Arist.6.
    III title of Zeus, IG 5(2).288 (Mantinea, v B.C.), Rev.Arch.40.388 ([place name] Emesa). (Perh. cf. κεραΐζω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραυνός

  • 43 πτέρωσις

    2 feathering of arrows, Aen. Tact.31.27.
    3 pl., names of parts of surgical machines, Orib. 49.4.9, al.
    II metaph., λόγων πτέρωσις (cf.

    πτερόεις 11

    ) Jul.Ep. 193.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτέρωσις

  • 44 βουκόλος

    βου-κόλος, Rinderhirt; übh. Hirt von größerem Vieh; πτερόεις β. eine die Kuh stechende, treibende Bremse. Bei den Gramm. heißt so Theocr., der bukolische Dichter

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > βουκόλος

  • 45 ὀϊστός

    ὀϊστός, , der Getragene, Geworfene, der Pfeil; χαλκήρης, mit eherner Spitze; πτερόεις, gefiedert

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ὀϊστός

См. также в других словарях:

  • πτερόεις — feathered masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεις — εσσα, εν, ΝΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός 2. φρ. «έπεα πτερόεντα» μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις ζωολ. γένος φανταχτερών… …   Dictionary of Greek

  • πτερόεντα — πτερόεις feathered neut nom/voc/acc pl πτερόεις feathered masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροέντων — πτερόεις feathered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροέσσαις — πτερόεις feathered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροῦσσαν — πτερόεις feathered fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντας — πτερόεις feathered masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντες — πτερόεις feathered masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντι — πτερόεις feathered masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεντος — πτερόεις feathered masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»