-
1 πτερωτός
πτερωτόςfeathered: masc nom sgπτερωτόςfeathered: masc /fem nom sg -
2 πτερωτός
πτερωτός, befiedert; ὄχος, Aesch. Prom. 135; Suppl. 510; Διὸς βροντή, Soph. O. C. 1460, die Schnelligkeit bezeichnend; τόξων πτερωτὰς γλυφίδας, Eur. Or. 274, wie πτερωτοῖς τοξεύμασι, Herc. Fur. 571; auch ἔγχη, 1098; φϑόγγος, Ar. Av. 1198; u. in Prosa, πτίλα Her. 2, 76, ὄφιες 2, 75, wie Anacr. 33, 11 die Biene nennt; Plat. Phaedr. 251 b u. Folgde; προςκεφάλαια, mit Federn gestopft, Poll. 6, 10.
-
3 πτερωτος
3 и 21) крылатый, пернатый(ὄρνιθες Eur.; sc. ζῷα Arst.; ὄφιες Her.)
2) оперенный(τοξεύματα Eur.)
3) быстрокрылый, стремительный(Διὸς βροντή Soph.; ἅρμα Eur.)
4) производимый крыльями(φθόγγος Arph.)
5) сделанный из перьев(χιτωνίσκοι Plut.)
-
4 πτερωτός
πτερωτός, befiedert; Διὸς βροντή, die Schnelligkeit bezeichnend; die Biene; προςκεφάλαια, mit Federn gestopft -
5 πτερωτός
πτερωτός, (ή), όν (πτερόν ‘feather’, πέτομαι; Aeschyl., Hdt. et al.; LXX; TestSol) pert. to having feathers, feathered, winged subst. τὰ πτερωτά winged creatures, birds (Aeschyl., Suppl. 510; Eur., Hel. 747.—Ps 77:27 and 148:10 in the expr. πετεινὰ πτερωτά, πετεινά is clearly the subst. The masc. οἱ πτερωτοί occurs in the same sense: Eur., Bacch. 257) ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς B 5:4 (Pr 1:17).—DELG s.v. πτερόν. -
6 πτερωτός
η, ό[ν]1) оперившийся, покрытый перьями; 2) крылатый (тж. перен.), окрылённый; 3) быстрокрылый, стремительный -
7 πτερωτός
3 крылатый -
8 πτερωτός,-ή/ός,-όν
+ A 2-0-1-3-0=6 Gn 1,21; Dt 4,17; Ez 1,7; Ps 77(78),27; 148,10with wings, winged Gn 1,21; τὰ πτερωτά winged creatures, birds Prv 1,17*Ez 1,7 καὶ πτερωτοί and (their feet were) winged-כנף for MT ככף like the foot -
9 πτερωτός
A feathered, Hdt.2.76; , cf. Or. 274; [ἡ ψυχὴ] ἦν τὸ πάλαι π. Pl.Phdr. 251b; προσκεφάλαια π. stuffed with feathers, Poll.6.10.II winged,ὄφιες Hdt.2.75
; ὄχος, ἅρματα, A.Pr. 135 (lyr.), E.IA 250 (lyr.), etc.;Διὸς βροντή S.
l.c.; (lyr., dub. l.);ὄνειροι Luc.VH2.34
: metaph.,π. ἰξὸς ὀμμάτων Ἔρως Tim.Com.2
.2 π. φθόγγος a sound as of wings in the air, Ar.Av. 1198.3 π. χιτωνίσκοι tunics with flaps, Plu.2.330b.4 Astrol., epith. of certain signs, Vett.Val.10.9, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.1.104, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερωτός
-
10 πτερωτός
ailé -
11 μελι-πτέρωτος
μελι-πτέρωτος, honigflügelig, Pratin. bei Ath. XIV, 633 a, l. d.
-
12 ἀ-πτέρωτος
ἀ-πτέρωτος, unbeflügelt, Hesych. erkl. ταχύς.
-
13 ailé
πτερωτός -
14 πτερωτά
πτερωτόςfeathered: neut nom /voc /acc plπτερωτά̱, πτερωτόςfeathered: fem nom /voc /acc dualπτερωτά̱, πτερωτόςfeathered: fem nom /voc sg (doric aeolic)πτερωτόςfeathered: neut nom /voc /acc pl -
15 πτερωτόν
πτερωτόςfeathered: masc acc sgπτερωτόςfeathered: neut nom /voc /acc sgπτερωτόςfeathered: masc /fem acc sgπτερωτόςfeathered: neut nom /voc /acc sg -
16 πτερωτοί
πτερωτόςfeathered: masc nom /voc plπτερωτόςfeathered: masc /fem nom /voc pl -
17 πτερωτούς
πτερωτόςfeathered: masc acc plπτερωτόςfeathered: masc /fem acc pl -
18 πτερωτέ
πτερωτόςfeathered: masc voc sgπτερωτόςfeathered: masc /fem voc sg -
19 πτερωταί
πτερωτόςfeathered: fem nom /voc pl -
20 πτερωτή
πτερωτόςfeathered: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
πτερωτός — feathered masc nom sg πτερωτός feathered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτός — πτερωτός, ή, ό και φτερωτός, ή, ό 1. αυτός που έχει φτερά, πτέρυγες. 2. ο στολισμένος με φτερά: Φτερωτό καπέλο. 3. το θηλ., πτερωτή και φτερωτή ως ουσ., φτερωτός τροχός, τροχός με πτερύγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτερωτός — ή, ό / πτερωτός, ή, όν, ΝΜΑ βλ. φτερωτός … Dictionary of Greek
πτερωτά — πτερωτός feathered neut nom/voc/acc pl πτερωτά̱ , πτερωτός feathered fem nom/voc/acc dual πτερωτά̱ , πτερωτός feathered fem nom/voc sg (doric aeolic) πτερωτός feathered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτόν — πτερωτός feathered masc acc sg πτερωτός feathered neut nom/voc/acc sg πτερωτός feathered masc/fem acc sg πτερωτός feathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτῶν — πτερωτός feathered fem gen pl πτερωτός feathered masc/neut gen pl πτερωτός feathered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτοῖς — πτερωτός feathered masc/neut dat pl πτερωτός feathered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτοῖσιν — πτερωτός feathered masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πτερωτός feathered masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτοί — πτερωτός feathered masc nom/voc pl πτερωτός feathered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτοῦ — πτερωτός feathered masc/neut gen sg πτερωτός feathered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερωτούς — πτερωτός feathered masc acc pl πτερωτός feathered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)