-
1 πτερο-φυής
πτερο-φυής, ές, Federn od. Flügel treibend, bekommend, Ggstz ψιλός, Plat. Polit. 266 e.
-
2 πτεροφυής
πτερο-φῠής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτεροφυής
-
3 πτεροφυής
πτερο-φυής, ές, Federn od. Flügel treibend, bekommend -
4 πτεροφυης
См. также в других словарях:
κλωνοφυώ — κλωνοφυῶ, έω (Μ) (για φυτό) βγάζω κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + φυῶ (< φυής < φύος < φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] … Dictionary of Greek
σαρκοφυώ — έω, Α (για τραύματα) επουλώνομαι με την δημιουργία και ανάπτυξη σάρκας στην επιφάνειά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φυῶ (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] … Dictionary of Greek