Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πτερνισμός

См. также в других словарях:

  • πτερνισμός — supplanting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνισμός — (I) ο, Ν [πτερνίζομαι] το φτέρνισμα. (II) ὁ, ΜΑ [πτερνίζω] χτύπημα με τη φτέρνα, κλοτσιά αρχ. 1. υποσκελισμός με τέχνασμα ή με δόλο 2. δολιότητα, πανουργία, επιβουλή …   Dictionary of Greek

  • πτερνισμοῦ — πτερνισμός supplanting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνισμούς — πτερνισμός supplanting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνισμῷ — πτερνισμός supplanting masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνισμόν — πτερνισμός supplanting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρνισμα — (I) το, Ν βλ. φτέρνισμα. (II) τὸ, Μ [πτερνίζω] υποσκελισμός, εκτόπισμα με τέχνασμα ή με δόλο, πτερνισμός …   Dictionary of Greek

  • ԽԱԲԱՆՔ — (նաց, նօք.) NBH 1 0909 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. πτερνισμός supplantatio ἁπάτη deceptio, fraus. խաբք. խաբէութիւն. պատրանք. թաթելն. կարթելն. ... *Արար խաբանօք, զի կոտորեսցե զծառայս բահաղու: Կործանեա խաբանօք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽԱԲԷՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0910 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 12c գ. ἁπάτη, πτερνισμός deceptio, fraus, supplantatio ἕμπαιγμα , χλευή illusio, ludificatio ψεύδος mendacium. Խաբ. խաբանք. պատրանք. դաւ. նենգութիւն. դաւաճանութիւն. ստութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»