Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πτερίς

См. также в других словарях:

  • πτερίς — male fern fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρις — πτέρῑς , πτέρις male fern fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πτέρις male fern fem nom sg πτέρις male fern fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • πτέρις — η βλ. φτέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτέρει — πτέρις male fern fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτέρεϊ , πτέρις male fern fem dat sg (epic) πτέρις male fern fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρεις — πτέρις male fern fem nom/voc pl (attic epic) πτέρις male fern fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέριν — πτέρις male fern fem acc sg πτέρις male fern fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροῖν — πτέρις male fern fem gen/dat dual (attic epic doric) πτερόν feathers neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδα — πτερίς male fern fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδες — πτερίς male fern fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδι — πτερίς male fern fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»