-
1 πτέρις
-
2 πτέρις
πτέρις, ιδος, ἡ, Farrnkraut, wegen seiner gefiederten Blätter -
3 θηλυ-πτερίς
θηλυ-πτερίς, ἡ, die weibliche πτερίς, Theophr.
-
4 δρυο-πτερίς
δρυο-πτερίς, ίδος, ἡ, eine moosartige, an Eichen wachsende Pflanze, Diosc.
-
5 θηλυπτερίς
θηλυ-πτερίς, ἡ, die weibliche πτερίς -
6 δρυοπτερίς
δρυο-πτερίς, ίδος, ἡ, eine moosartige, an Eichen wachsende Pflanze
См. также в других словарях:
πτερίς — male fern fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρις — πτέρῑς , πτέρις male fern fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πτέρις male fern fem nom sg πτέρις male fern fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… … Dictionary of Greek
πτέρις — η βλ. φτέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτέρει — πτέρις male fern fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτέρεϊ , πτέρις male fern fem dat sg (epic) πτέρις male fern fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρεις — πτέρις male fern fem nom/voc pl (attic epic) πτέρις male fern fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέριν — πτέρις male fern fem acc sg πτέρις male fern fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροῖν — πτέρις male fern fem gen/dat dual (attic epic doric) πτερόν feathers neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερίδα — πτερίς male fern fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερίδες — πτερίς male fern fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερίδι — πτερίς male fern fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)