-
1 πτερίδιος
πτερίδιος, = Folgdm, E. M
-
2 πτερίδιος
πτερίδιοςfeathered: masc nom sg -
3 πτερίδιος
πτέρινος, u. πτερίδιος, von Federn gemacht, gefiedert; ῥιπίς, ein Federfächer; beflügelt -
4 πτερίδιος
A feathered, EM783.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερίδιος
-
5 πτερίδιον
πτερίδιοςfeathered: masc acc sgπτερίδιοςfeathered: neut nom /voc /acc sg -
6 πτέρινος,
πτέρινος, u. πτερίδιος, von Federn gemacht, gefiedert; ῥιπίς, ein Federfächer; beflügelt
См. также в других словарях:
πτερίδιος — feathered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερίδιος — α, ο / πτερίδιος, ία, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πτερίδιο βοτ. 1. γένος ροδοφυκών τών θερμών και εύκρατων θαλασσών που ανήκει στην οικογένεια δελεσσεριίδες 2. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
πτερίδιον — πτερίδιος feathered masc acc sg πτερίδιος feathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek