Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πτανὸν

См. также в других словарях:

  • πτανόν — πτᾱνόν , πτηνός able to fly masc acc sg (doric) πτᾱνόν , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc sg (doric) πτᾱνόν , πτηνός able to fly masc/fem acc sg (doric) πτᾱνόν , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτηνό — το / πτηνόν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πτανόν Α σπονδυλωτό ζώο που έχει φτερά, που πετά, πουλί (α. «αποδημητικό πτηνό» β. «πολλὴ μὲν γὰρ ἡ τῶν ἐνυδρων, πολλὴ δὲ ἡ τῶν πτηνῶν [θήρα]», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα πτηνά ζωολ. ομοταξία δίποδων ομοιόθερμων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»