-
1 πτίλος
-
2 τετρά-πτιλος
τετρά-πτιλος, mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.
-
3 χλωρό-πτιλος
χλωρό-πτιλος, mit grünlichen od. gelben Federn, Ael. H. A. 16, 2.
-
4 ἄ-πτιλος
-
5 πτίλωσις
πτίλωσις, ἡ, wie πτέρωσις, 1) Befiederung, Gefieder, Sp., wie Ael. H. A. 16, 4. – 2) eine Krankheit der Augen, in welcher der Rand der Augenlider dick, roth und entzündet ist und dabei die Wimpern verliert, ein solcher Kranker heißt πτίλος, Medic.; πτίλος τοὺς ὀφϑαλμούς, LXX., erkl. Hesych. μαδαρὸς καὶ λελεπισμένος τοὺς ὀφϑαλμούς. Auch πτίλα βλέφαρα, Diosc., die so der Augenwimpern beraubten Augen.
-
6 κύκνειος
κύκνειος, vom Schwan; πτίλος Soph. frg. 708; στόμα Ep. ad. 524 (VII, 12); – τὸ κύκνειον ᾴδειν, Chrysipp. bei Ath. XIV, 616 b u. Ael. N. A. 2, 32, u. sprichwörtlich τὸ κύκνειον ἐξηχεῖν, den Schwanengesang singen, das Letzte versuchen, bes. die letzten Bitten, Pol. 30, 4, 7. 31, 20, 1.
-
7 ἄπτιλος
-
8 πτίλωσις
πτίλωσις, ἡ, (1) Befiederung, Gefieder; (2) eine Krankheit der Augen, in welcher der Rand der Augenlider dick, rot und entzündet ist und dabei die Wimpern verliert, ein solcher Kranker heißt πτίλος; πτίλα βλέφαρα, die so der Augenwimpern beraubten Augen -
9 τετράπτιλος
-
10 χλωρόπτιλος
χλωρό-πτιλος, mit grünlichen od. gelben Federn
См. также в других словарях:
πτίλος — suffering from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλος — και πτιλός και πτίλλος, ό, Α αυτός που πάσχει από την ασθένεια τών ματιών πτίλωσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός τού πτίλωσις. Ο τ. πτίλλος με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ ] … Dictionary of Greek
πτίλοι — πτίλος suffering from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλους — πτίλος suffering from masc acc pl πτιλόω furnish with feathers imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλα — πτίλον soft feathers neut nom/voc/acc pl πτίλος suffering from neut nom/voc/acc pl πτίλᾱ , πτίλος suffering from fem nom/voc/acc dual πτίλᾱ , πτίλος suffering from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρόπτιλος — ον, Α αυτός που έχει πρασινωπά φτερά («πελειάδες χλωρόπτιλοι», Αιλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + πηλος (< πτίλον), πρβλ. ἄ πτιλος, τετρά πτιλος] … Dictionary of Greek
πτίλον — soft feathers neut nom/voc/acc sg πτίλος suffering from masc acc sg πτίλος suffering from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλων — πτίλον soft feathers neut gen pl πτίλος suffering from fem gen pl πτίλος suffering from masc/neut gen pl πτιλόω furnish with feathers imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πτιλόω furnish with feathers imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλλος — ό, Α βλ. πτίλος … Dictionary of Greek
υπόπτιλ(λ)ος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα πάσχουν από ελαφρά φλεγμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτίλος / πτίλλος «αυτός που πάσχει από ασθένεια τών ματιών»] … Dictionary of Greek
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek