-
1 πτερωτός
πτερωτός, befiedert; ὄχος, Aesch. Prom. 135; Suppl. 510; Διὸς βροντή, Soph. O. C. 1460, die Schnelligkeit bezeichnend; τόξων πτερωτὰς γλυφίδας, Eur. Or. 274, wie πτερωτοῖς τοξεύμασι, Herc. Fur. 571; auch ἔγχη, 1098; φϑόγγος, Ar. Av. 1198; u. in Prosa, πτίλα Her. 2, 76, ὄφιες 2, 75, wie Anacr. 33, 11 die Biene nennt; Plat. Phaedr. 251 b u. Folgde; προςκεφάλαια, mit Federn gestopft, Poll. 6, 10.
-
2 πτίλωσις
πτίλωσις, ἡ, wie πτέρωσις, 1) Befiederung, Gefieder, Sp., wie Ael. H. A. 16, 4. – 2) eine Krankheit der Augen, in welcher der Rand der Augenlider dick, roth und entzündet ist und dabei die Wimpern verliert, ein solcher Kranker heißt πτίλος, Medic.; πτίλος τοὺς ὀφϑαλμούς, LXX., erkl. Hesych. μαδαρὸς καὶ λελεπισμένος τοὺς ὀφϑαλμούς. Auch πτίλα βλέφαρα, Diosc., die so der Augenwimpern beraubten Augen.
-
3 πτίλωσις
πτίλωσις, ἡ, (1) Befiederung, Gefieder; (2) eine Krankheit der Augen, in welcher der Rand der Augenlider dick, rot und entzündet ist und dabei die Wimpern verliert, ein solcher Kranker heißt πτίλος; πτίλα βλέφαρα, die so der Augenwimpern beraubten Augen
См. также в других словарях:
πτίλα — πτίλον soft feathers neut nom/voc/acc pl πτίλος suffering from neut nom/voc/acc pl πτίλᾱ , πτίλος suffering from fem nom/voc/acc dual πτίλᾱ , πτίλος suffering from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… … Dictionary of Greek
αλαφροπούπουλο — το (περιλπτ.) ελαφριά πούπουλα, ελαφριά πτίλα, χνούδι τών φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πούπουλο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπουπουλένιος] … Dictionary of Greek
πλούμος — ὁ, και πλοῡμον, τὸ, Μ πτίλα, μικρά φτερά για το γέμισμα τών προσκεφαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο»] … Dictionary of Greek
πτίλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πτιλῶ] 1. το να έχει ένα πτηνό πτίλα, πούπουλα 2. νόσημα τών βλεφάρων με φλεγμονή στα άκρα τους και πτώση τών βλεφαρίδων … Dictionary of Greek
πτιλοβάφος — ὁ, ἡ, Α αυτός που βάφει πτίλα, πούπουλα πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρο βάφος] … Dictionary of Greek
πτιλωτός — ή, ό / πτιλωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει ή είναι παραγεμισμένος με πτίλα, πουπουλένιος αρχ. 1. (για φιάλη) αυτός που είναι στολισμένος με σχήματα φτερών 2. φρ. «πτιλωτὰ ἔντομα» τα έντομα που έχουν μεμβρανώδεις πτέρυγες, τα υμενόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ρανίδα — η / ῥανίς, ίδος, ΝΜΑ σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα τού αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῡσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ) αρχ. 1. το σπέρμα τού ανδρός 2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ… … Dictionary of Greek
τιλ(λ)ά — Α (κατά τον Ησύχ.) «πτερά». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω*, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. τού πτίλα «φτερά»] … Dictionary of Greek
Αμβρακία — I Αρχαία πόλη στον ποταμό Άραχθο, στη θέση της σημερινής Άρτας. Κατά τη μυθολογική παράδοση την είχε ιδρύσει o Άμβραξ, γιος του Θεσπρωτού, ή η Αμβρακία, κόρη του βασιλιά των Δρυόπων. Προστατευόταν με οχυρό τείχος, που είναι άγνωστο πότε χτίστηκε … Dictionary of Greek
φτερό — το 1. καθένα από τα ελαστικά κεράτινα στελέχη που έχουν τρίχες ή τριχοειδείς αποφύσεις και καλύπτουν το σώμα του πουλιού και που αποτελούν ιδίως τις φτερούγες και την ουρά του (σε αντιδιαστολή με τα πτίλα, δηλ. τα πούπουλα). 2. φτερούγα, φτερό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)