Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πτέρωσις

См. также в других словарях:

  • πτέρωσις — plumage fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερώσει — πτέρωσις plumage fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτερώσεϊ , πτέρωσις plumage fem dat sg (epic) πτέρωσις plumage fem dat sg (attic ionic) πτερόω furnish with feathers aor subj act 3rd sg (epic) πτερόω furnish with feathers fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερώσεις — πτέρωσις plumage fem nom/voc pl (attic epic) πτέρωσις plumage fem nom/acc pl (attic) πτερόω furnish with feathers aor subj act 2nd sg (epic) πτερόω furnish with feathers fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερώσεσι — πτέρωσις plumage fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερώσεσιν — πτέρωσις plumage fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρωση — η / πτέρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πτερῶ] νεοελλ. ναυτ. η ακινησία τών κουπιών σε οριζόντια θέση για να αναπαυθούν οι κωπηλάτες ή για να λάβουν οδηγίες αρχ. 1. το σύνολο τών φτερών, το πτέρωμα (α. «πτέρωσις γὰρ ἡ τῆς ψυχῆς πνεῡμα τέλειον», Τατιαν. β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • μετακοσμώ — μετακοσμῶ, έω (Α) μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῑται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν. β. μτφ. «μετακοσμεῑν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος… …   Dictionary of Greek

  • πτερώσεων — πτερώσεω̆ν , πτέρωσις plumage fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερώσεως — πτερώσεω̆ς , πτέρωσις plumage fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερώσῃ — πτερώσηι , πτέρωσις plumage fem dat sg (epic) πτερόω furnish with feathers aor subj mid 2nd sg πτερόω furnish with feathers aor subj act 3rd sg πτερόω furnish with feathers fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρωσιν — πτέρων a bird masc dat pl πτέρωσις plumage fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»