Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πτέρομαι

См. также в других словарях:

  • πτέρομαι — ΜΑ βλ. πτάρνυμαι …   Dictionary of Greek

  • πτάρνυμαι — και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Α μσν. μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικά αρχ. φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ ἔπταρεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ νυ μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»