Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πτέρινος

См. также в других словарях:

  • πτέρινος — made of feathers masc nom sg πτέρινος made of feathers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρινος — η, ο / πτέρινος, ίνη, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Α [πτερόν] κατασκευασμένος από φτερά αρχ. 1. φτερωτός 2. (για οικοδόμημα και, κυρίως, για ναό) αυτός που έχει σειρά κιόνων 3. φρ. «πτέρινος κύκλος» ριπίδιο από φτερά …   Dictionary of Greek

  • πτέρινον — πτέρινος made of feathers masc acc sg πτέρινος made of feathers neut nom/voc/acc sg πτέρινος made of feathers masc/fem acc sg πτέρινος made of feathers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίνοις — πτέρινος made of feathers masc/neut dat pl πτέρινος made of feathers masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίνῳ — πτέρινος made of feathers masc/neut dat sg πτέρινος made of feathers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίνη — πτέρινος made of feathers fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίνην — πτέρινος made of feathers fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίνωι — πτερίνῳ , πτέρινος made of feathers masc/neut dat sg πτερίνῳ , πτέρινος made of feathers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CONUS — apud Solin. c. 36. ubi de phoenice: Apud eosdem nascitur phoenix avis, aquilae magnitudine, capite honoratô in conum plumis exstantibus etc. idem quod apex. Proprie autem apex est galeae, seu im medio galeae pars eminens e ferro vel aere, quae ad …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πτερύγινος — ον, Α [πτέρυξ υγος] ο πτέρινος …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»