-
1 πρῳαίτατος
πρῳαίτατος, compar. u. superl. von πρῷος, statt πρωϊαίτερος, vgl. Heindorf zu Plat. Theaet. 310.
-
2 πρῷος
πρῷος, = πρώϊος, Ar. Pax 966, s. oben, auch compar. πρῳαίτερος u. superl. πρῳαίτατος.
1 πρῳαίτατος
πρῳαίτατος, compar. u. superl. von πρῷος, statt πρωϊαίτερος, vgl. Heindorf zu Plat. Theaet. 310.
2 πρῷος
πρῷος, = πρώϊος, Ar. Pax 966, s. oben, auch compar. πρῳαίτερος u. superl. πρῳαίτατος.