-
1 πραυμητις
-
2 πραύμητις
1 gentle in counselτᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας O. 6.42
-
3 πραΰμητις
A of gentle counsel, gracious, Pi.O.6.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραΰμητις
-
4 πρᾱΰμητις
πρᾱΰ-μητις, ὁ, ἡ, sanftes Sinnes, Ἐλευϑώ, huldvoll -
5 πραύμητιν
πρᾱΰμητιν, πραύμητιςof gentle counsel: masc /fem acc sg
См. также в других словарях:
πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] … Dictionary of Greek
πραύμητιν — πρᾱΰμητιν , πραύμητις of gentle counsel masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)