-
1 πραεα
См. также в других словарях:
πραέα — πρᾱέα , πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) πρᾱέᾱ , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πρᾱέα , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳέα — πρᾱͅέα , πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πρᾱͅέᾱ , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πρᾱͅέα , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek