-
1 πραϋπάθεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραϋπάθεια
-
2 πραϋπαθέω
A to be gentle in temper, Ph.1.547.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραϋπαθέω
-
3 πραϋπαθής
πρᾱϋπαθ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραϋπαθής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский