-
1 πρατιστεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρατιστεύω
-
2 πρωτιστεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτιστεύω
См. также в других словарях:
πρατιστεύω — Α δωρ. τ. βλ. πρωτιστεύω … Dictionary of Greek
πρωτιστεύω — ΜΑ, και δωρ. τ. πρατιστεύω Α [πρώτιστος] είμαι ο πρώτιστος όλων … Dictionary of Greek