-
1 πρᾱνίζω
-
2 πρανίζω
A = καταστρέφω, πόλιν Euph.18, Nonn.D.4.340, al.:—[voice] Pass., capsize,ἅμα νηΐ πρηνιχθείς AP7.532
(Isid.); πρανιχθῆναι· τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν, Phot., cf. Hsch.: [tense] plpf.ἐπρήνικτο Nonn.D.30.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρανίζω
-
3 πρανιχθέντα
πρανίζωcapsize: aor part pass neut nom /voc /acc plπρανίζωcapsize: aor part pass masc acc sg -
4 πρανίζει
πρανίζωcapsize: pres ind mp 2nd sgπρανίζωcapsize: pres ind act 3rd sg -
5 πρηνίζω
πρηνίζω, ίσω u. ίξω, att. πρᾱνίζω, was Eust. erklärt ἐπὶ πρόςωπον ῥίπτω, wie πρανιχϑέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ στόμα πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, stürzen; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχϑεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532).
-
6 επράνιξε
-
7 ἐπράνιξε
-
8 πρανιχθήναι
-
9 πρανιχθῆναι
-
10 πρανόω
См. также в других словарях:
πρανίζω — Α (δωρ. και αττ. τ.) βλ. πρηνίζω … Dictionary of Greek
πρανιχθέντα — πρανίζω capsize aor part pass neut nom/voc/acc pl πρανίζω capsize aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρανίζει — πρανίζω capsize pres ind mp 2nd sg πρανίζω capsize pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρανιχθῆναι — πρανίζω capsize aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπράνιξε — πρανίζω capsize aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* … Dictionary of Greek
πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… … Dictionary of Greek