-
1 πρυμνη
-
2 πρύμνη
η см. πρύμνα -
3 πρύμνῃ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρύμνῃ
-
4 πρύμνη
[примни] ονσ. θ. корма корабля.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρύμνη
-
5 πρύμνη
[примни] ονσ. θ. корма корабля. -
6 πρυμνος
3(f тж. πρύμνη) крайнийπ. βραχίων Hom. — верхний (плечевой) край руки;
πρυμνέ γλῶσσα Hom. — основание (корень) языка;δόρυ πρυμνόν Hom. — конец копья;λᾶας π. παχύς Hom. — утолщенный у основания камень;πρύμνη νηῦς Hom. — корабельная корма;πρυμνέν ὕλην ἐκτάμνειν Hom. — рубить лес у основания;πρύμναι Ὄσσας νάπαι Eur. — рощи на вершинах Оссы -
7 εξαινυμαι
1) выниматьνηῒ δ΄ ἐνὴ πρύμνῃ ἐξαίνυτο δῶρα Hom. — он вынул (из колесницы и сложил) на корме дары
2) отнимать, исторгать(θυμόν Hom.)
-
8 κυβερνητης
- ου, эп. εω ὅ1) кормчий, рулевойχαλεπαίνει κ. τοῖς ἐν πρύμνῃ Xen. — кормчий сердится на тех, кто работает в носовой части корабля2) перен. правитель, руководитель (sc. τῆς πόλεως Eur.) -
9 παλιμπρυμνηδον
-
10 πρυμνα
эп.-ион. πρύμνη ἥ1) (тж. ναῦς π. Hom.) корма(νηός Hom., Arst. etc.)
κατὰ πρύμναν Soph. — со стороны кормы2) перен. кормилоπ. πόλεως Aesch. — твердыня города, акрополь, тж. государственное кормило, т.е. управление государственными делами
3) основание, подошва(πρύμναι Ὄσσας Eur.)
-
11 πρυμνηθεν
См. также в других словарях:
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Πρυμνῇ — Πρυμνῆι , Πρυμνεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇ — πρυμνός hindmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνή — πρυμνός hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνη — πρύμνα stern fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνῃ — πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμη ή πρύμνη — Το πίσω άκρο ενός σκάφους και, κατ’ επέκταση, όλο το πίσω τμήμα, προς διάκριση από το κεντρικό και το πρωραίο. Η δομή της π. ποικίλλει ανάλογα με το αν τα πλοία είναι από ξύλο ή από σίδερο. Στα πρώτα, βασικό στοιχείο είναι το ποδόσταμο της π.,… … Dictionary of Greek
πρύμνηι — πρύμνῃ , πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) πρύμνῃ , πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
υψίπρυμνος — η, ο / ὑψίπρυμνος, ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α αυτός που έχει ψηλή πρύμνη νεοελλ. φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο» ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων τού μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей