-
1 προρρησις
- εως ἥ1) предсказание, прорицание Diod., Anth.2) предварительное уведомление, предупреждение, объявлениеτέν πρόρρησιν προαγορεύειν Plat. — заранее уведомлять3) запрещение участия в жертвоприношениях Luc.
См. также в других словарях:
κατάρρησις — κατάρρησις, ἡ (AM) συκοφαντία, διαβολή αρχ. 1. κατηγορία 2. καταδίκη 3. κριτική, σχόλιο, αξιολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρησις (< ῥῆσις < εἴρω[ΙΙ] «ομιλώ»), πρβλ. αντί ρρησις, πρό ρρησις] … Dictionary of Greek