-
1 προκροσσος
3 и 2разделенный отступами или уступамиπροκρόσσας ἔρυσαν (νῆας) Hom. — корабли вытащили (на берег и расположили) уступами;
πρόκροσσαι ὡρμέοντο ἐς πόντον Her. — (корабли) стояли на якоре уступообразно, носами к морю;γρυπῶν κεφαλαὴ πρόκροσσοι Her. — (вокруг чаши был словно) венец из голов грифов
См. также в других словарях:
πρόκροσσος — ον, Α συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, αι, α, και πρόκροσσοι, α 1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος … Dictionary of Greek
υπόκροσσος — ον, Α πρόκροσσος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κροσσαί «οι επάλξεις τών τειχών, βαθμίδες, σκαλοπάτια» (πρβλ. πρό κροσσος)] … Dictionary of Greek