-
1 προγραμμα
-
2 προκειμαι
1) лежать впереди(παιδίον προκείμενον Her.)
ὅ προκείμενος Soph., Arph. — лежащий (без погребения) мертвец, непогребенное тело;οὐδ΄ ἔστιν ἄθλου τέρμα σοι προκείμενον ; Aesch. — разве нет впереди конца твоей (тяжелой) борьбе?;πρόκεινται δεῖγμα NT. — они служат примером2) быть расположенным впереди, выступать вперед, выдаваться(οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Polyb.)
π. ἐς θάλασσαν Her. и ἐν τῇ θαλάττῃ Xen. — вдаваться в море;π. τῆς ἐχομένης γῆς Her. — выступать (в море) дальше смежной земли;τὸ γράμμα προκείμενον Anth. — начальная буква, инициал3) быть предложенным или поданным(ὀνείατα προκείμενα Hom.)
π. ἐν μέσῳ Luc. — находиться в середине4) быть выдвинутым, быть (уже) высказанным(γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Her.)
5) ( о наградах в состязаниях) быть выставленным, быть назначенным(προκείμενα ἆθλα Plat., Plut.)
6) предстоять(σοὴ καὴ ἐμοὴ ὅ λόγος πρόκειται Plat.; ἥ νῦν ἡμῖν προκειμένη σκέψις Arst.)
ποιέειν ἢ παθέειν προκέεται ἀγών Her. — речь идет о том (досл. предстоит борьба за то), действовать ли самим или подвергнуться насилию;τὸ προκείμενον (ἐν τῷ λόγῳ) Plat. — подлежащий обсуждению вопрос7) быть в наличии(ἥ προκειμένη ἐλπίς NT.)
μέλλοντα ταῦτα τῶν προκειμένων τι χρέ πράσσειν Soph. — это - дела будущие;— надо что-то предпринять относительно настоящего8) быть установленным(νόμοι προκείμενοι Soph.)
τὰς προκειμένας ἡμέρας Her. — на установленное (определенное) число дней;τὰ προκείμενα σημήϊα Her. — установленные знаки, т.е. особые приметы;9) лог. предшествовать, быть предпосланнымπρόκειται τοῦ λόγου τὸ τί ἐστιν Arst. — (в определении) на первом месте находится сущность определяемого
См. также в других словарях:
програ́мма — ы, ж. 1. Содержание и план предстоящей деятельности, работ и т. п. Программа развития индустрии. □ Наша страна осуществляет грандиозную программу подъема материального благосостояния народа. Катаев, Счастье нашей молодежи. 2. Изложение основных… … Малый академический словарь
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Программа — Программа (от греч. προ пред, греч. γράμμα запись) термин, в переводе означающий «предписание», то есть предварительное описание предстоящих событий или действий: Компьютерная программа Программа (концепция)[уточнить] Программная … Википедия
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek