-
1 προτμησις
См. также в других словарях:
πρότμησις — waist fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότμησις — ήσεως, ἡ, Α 1. η πάνω από τους μηρούς περιοχή τού ανθρώπινου σώματος, η μέση 2. η περιοχή γύρω από τον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτέμνω. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι βρίσκεται γύρω από το σημείο όπου έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος] … Dictionary of Greek
πρότμησιν — πρότμησις waist fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)