Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρότμησις

См. также в других словарях:

  • πρότμησις — waist fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρότμησις — ήσεως, ἡ, Α 1. η πάνω από τους μηρούς περιοχή τού ανθρώπινου σώματος, η μέση 2. η περιοχή γύρω από τον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτέμνω. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι βρίσκεται γύρω από το σημείο όπου έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος] …   Dictionary of Greek

  • πρότμησιν — πρότμησις waist fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»