-
1 προταγμα
-
2 πρόταγμα
πρόταγμαthe van: neut nom /voc /acc sg -
3 πρόταγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόταγμα
-
4 πρόταγμα
πρό-ταγμα, τό, die vordere Ordnung, das Vordertreffen -
5 προτάγματι
πρόταγμαthe van: neut dat sg
См. также в других словарях:
πρόταγμα — the van neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόταγμα — άγματος, τὸ, Α το προπορευόμενο τμήμα, η εμπροσθοφυλακή στρατού, η πρώτη γραμμή μάχης («πρόταγμα δὲ τούτων ἴλας δύο ξυστοφόρων [ἔταξε]», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τάγμα (< τάσσω)] … Dictionary of Greek
προτάγματι — πρόταγμα the van neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek