-
1 προσημαι
(только praes.)1) сидеть или находиться рядомνερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ Aesch. — сидящий на нижней скамье гребец;
π. βωμοῖσι Soph. — сидеть у алтарей;νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι Aesch. — находящиеся по соседству с этим краем острова;ἰὸς καρδίαν προσήμενος Aesch. — засевшая в сердце стрела2) осаждать(π. πύργοισιν ἐχθρῶν Eur.)
См. также в других словарях:
προσήμενον — πρόσ ἧμαι es perf part mid masc acc sg πρόσ ἧμαι es perf part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήμενοι — πρόσ ἧμαι es perf part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήμενος — πρόσ ἧμαι es perf part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσημαι — Α 1. κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι (α. «δώμασιν προσήμεναι», Αισχύλ. β. «προσήμεθα βωμοῑσι», Σοφ.) 2. πολιορκώ («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἧμαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek
προσήμεναι — πρό σέω pres inf act (epic) πρόσ ἧμαι es perf part mid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek