-
1 προσφορος
дор. ποτίφορος 21) полезный, (при)годный, подходящий(μισθός Pind.; ἔπος Soph.; τινι Arph.)
οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν Aesch. — не годится идти в этот храм2) сходный, похожий(τινι Eur.)
-
2 πρόσφορος
η, ο [ος, ον ] подходящий, удобный -
3 πρόσφορος
[просфорос] επ подходящий, соответсьвующий, удобный. -
4 ποτιφορος
-
5 απροσφορος
См. также в других словарях:
πρόσφορος — serviceable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσφορος — η, ο / πρόσφορος, ον, ΝΜΑ [προσφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.) 3. το ουδ.… … Dictionary of Greek
πρόσφορος — η, ο 1. αυτός που ταιριάζει σε κάτι, κατάλληλος, αρμόδιος, ωφέλιμος: Ο τόπος δεν είναι πρόσφορος για την ίδρυση του εργοστασίου. 2. το ουδ. ως ουσ., πρόσφορο βλ. προσφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσφορώτερον — πρόσφορος serviceable masc acc comp sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc comp sg πρόσφορος serviceable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορώτατα — πρόσφορος serviceable adverbial superl πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορώτατον — πρόσφορος serviceable masc acc superl sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφόρως — πρόσφορος serviceable adverbial πρόσφορος serviceable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίφορα — πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίφορος — πρόσφορος serviceable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)